- γαλακτοειδής
- -ές (Α γαλακτοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδηςνεοελλ.εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλακτοειδής — like milk masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδές — γαλακτοειδής like milk masc/fem voc sg γαλακτοειδής like milk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδοῦς — γαλακτοειδής like milk masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδῶν — γαλακτοειδής like milk masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδῶς — γαλακτοειδής like milk adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek